Μενεδήμου

Μενεδήμου
Μενέδημος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγονος — I Όνομα τριών Μακεδόνων βασιλιάδων. 1. Α. ο επιλεγόμενος ΜονόφθαλμοςΚύκλωψ (381 – 301 π.Χ.). Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε τη λεγόμενη δυναστεία των Αντιγονιδών στην παλιά σατραπεία της Μεγάλης Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας …   Dictionary of Greek

  • Εχεκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχηγός των Μυρμιδόνων. Ήταν γιος του Άκτορα. Παντρεύτηκε την όμορφη Πολυμήλη, θυγατέρα του Φύλαντα. II (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος από την Έφεσο, μαθητής του Κλεομένους του Θεόμβροτου και δάσκαλος του Μενεδήμου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”